ξυλεμπορικός

ξυλεμπορικός
η , ό[ν] лесоторговый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξυλεμπορικός" в других словарях:

  • ξυλεμπορικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλέμπορο ή στο ξυλεμπόριο 2. το ουδ. ως ουσ. το ξυλεμπορικό κατάστημα όπου πωλείται ξυλεία, ξυλάδικο …   Dictionary of Greek

  • ξυλεμπορικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο ξυλεμπόριο: Ξυλεμπορική επιχείρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»